-
1 στενοχώρια
[стэнохорьа] ουσ. Θ. теснота, стесненное положение, затруднение, смущение, стеснение (в груди),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στενοχώρια
-
2 горе
горе 1-я ουδ.1. στενοχώρια, πίκρα, φαρμάκι• λύπη, θλίψη•с -я από στενοχώρια.
2. δυστυχία, κακοτυχία, ατυχία, κακό•нас постигло большое горе μας βρήκε μεγάλο κακό.
εκφρ.с -ем пополам – κουτσά-στραβά, με δυσκολία, μετά βασάνων, κούτσα-κούτσα•и -я мало – λίγη είναι η στενοχώρια μου, στενοχώρια που έχω (αδιαφορώ)•помочь, пособить -ю – βοηθώ στη δυστυχία•хлебнуть, хватить -я – πίνω πολλά φαρμάκια, περνώ πολλές στενοχώριες•- мне с тобой – με ποτίζεις φαρμάκια, με καταστενοχωρείς.горе 2επίρ. παλ.άνω, προς τον ουρανό•возвести очи горе κοιτάζω προς τον ουρανό•
воздеть руки горе υψώνω τα χέρια προς τον ουρανό.
-
3 неприятность
неприятность ж η δυσαρέσκεια, η στενοχώρια· какая \неприятность! τι αναποδιά!* * *жη δυσαρέσκεια, η στενοχώριαкака́я неприя́тность! — τι αναποδιά!
-
4 переживание
переживание с η στενοχώρια, η θλίψη- η συγκίνηση (волнение)* * *сη στενοχώρια, η θλίψη; η συγκίνηση ( волнение) -
5 расстройство
расстройство с 1) (беспорядок) η σύγχυση, η διαταραχή; прийти в \расстройство χαλνώ 2) мед. η διαταραχή, η ανωμαλία 3) (огорчение) η στενοχώρια* * *с1) ( беспорядок) η σύγχυση, η διαταραχήприйти́ в расстро́йство — χαλνώ
2) мед. η διαταραχή, η ανωμαλία3) ( огорчение) η στενοχώρια -
6 стеснение
стеснени||ес1. (ограничение) ἡ στενοχώρια·2. (неловкость) ὁ δισταγμός:без \стеснениея χωρίς νά διστάζω· ◊ \стеснение в груди́ ἡ στενοχώρια στό στήθος. -
7 размыкать
ρ.σ.μ. αποβάλλω, διώχνω• παύω να σκέπτομαι• ξεχνώ•размыкать горе διώχνω τη στενοχώρια.
αποβάλλομαι, διώχνομαι, ξεχνιέμαι•-лась горе έφυγε η στενοχώρια.
ρ.δ.βλ. разомкнуть(ся). -
8 гнести
гнести́несов πιέζω, βασανίζω:его гнетет тоска τόν βασανίζει ἡ στενοχώρια. -
9 глодать
глодатьнесов1. γλύφω, τραγανίζω·2. перен βασανίζω, τρώγω:тоска его́ гложет τόν τρώγει ἡ στενοχώρια. -
10 гнетущий
гнету́щ||нй1. прич. от гнести́2. прил καταθλιπτικός, βαρύς:\гнетущийая тоска ἡ βαρειά στενοχώρια. -
11 горе
гор||ес1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·2. (в сложи, сущ.) ирон.:\горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι. -
12 горечь
горечьж \. ἡ πίκρα, ἡ πικράδα, ἡ πικρή γεύση·2. перен ἡ πικρία, ἡ πίκρα, ἡ στενοχώρια. -
13 заедать
заедатьнесов1. (загрызать) τρώγω· 2, перен κατατρώγω, βασανίζω:его́ заела тоска τόν ἔφαγε ἡ στενοχώρια·3. (закусывать что-л. чем-л.) τρώγω·4. (застопориваться) μαγκώνω, πιάνω (άμετ.). -
14 закручиниться
закручи́нитьсясов народн.-поэт. μελαγχολώ, μέ πιάνει στενοχώρια, μέ πιάνει λύπη. -
15 истосковаться
истосковатьсясов λυώνω ἀπό τή[ν] στενοχώρια:\истосковаться по ком-л. ἀποθυμῶ κάποιον \истосковаться по родине μέ τρώει ἡ νοσταλγία τής πατρίδας μου. -
16 нападать
нападать Iсов πέφτω (σέ μεγάλη ποσότητα).нападать IIнесов1. ἐπιτίθεμαι (κατά), ἐπιπίπτω, ἐφορμῶ:\нападать врасплох ἐπιπίπτω αἰφνιδίως·2. (случайно встречать) συναντώ·3. (о чувстве, состоянии) κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι:на меня часто нападает тоска συχνά μέ πιάνει στενοχώρια. -
17 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
18 неудобство
неудобствос1. ἡ δυσχέρεια, ἡ ἀβολία, ἡ δυσκολία, ἡ στενοχώρια, ἡ ἔλλειψις ἀνεσης· причинять \неудобство ἐνοχλω, δυσκολεύω·2. перен ἡ δυσάρεστη θέση, ἡ ἀμηχανία, ἡ ἀνησυχία. -
19 огорчение
огорч||ениес ἡ λύπη, ἡ στενοχώρια, ἡ πίκρα:быть в \огорчениеении εἶμαι στενοχωρημένος· причинять \огорчениеение кому-л. προξενώ λύπη σέ κάποιον. -
20 переживание
переживаниес ἡ στενοχώρια, ἡ δοκιμασία / ἡ συγκίνηση (волнение).
См. также в других словарях:
στενοχωρία — στενοχωρίᾱ , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc/acc dual στενοχωρίᾱ , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρια — στενοχώρια, η και στεναχώρια, η 1. δυσφορία, θλίψη: Δεν μπόρεσε να κρύψει τη στενοχώρια του. 2. δυσχέρεια: Βρίσκεται σε μεγάλες στενοχώριες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενοχώρια — η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α [στενόχωρος] 1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία 2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα… … Dictionary of Greek
στενοχωρίᾳ — στενοχωρίαι , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc pl στενοχωρίᾱͅ , στενοχωρία narrowness of space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίας — στενοχωρίᾱς , στενοχωρία narrowness of space fem acc pl στενοχωρίᾱς , στενοχωρία narrowness of space fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίαι — στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc pl στενοχωρίᾱͅ , στενοχωρία narrowness of space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίαν — στενοχωρίᾱν , στενοχωρία narrowness of space fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωριῶν — στενοχωρία narrowness of space fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίαις — στενοχωρία narrowness of space fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίη — στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίην — στενοχωρία narrowness of space fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)